- ολογυρίζω
- [ολόγυρα]ολογυρνώ, περιτριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολογυρνώ — άω περιφέρομαι συνεχώς γύρω από το ίδιο μέρος, τριγυρνώ, περιπλανώμαι, περιτριγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολογυρίζω, με επίδραση τού γυρνώ (πρβλ. τριγυρνώ: τριγυρίζω)] … Dictionary of Greek